ὀζῶδες

ὀζῶδες
ὀζώδης
having branches
masc/fem voc sg
ὀζώδης
having branches
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • лоза — укр. лоза, ст. слав. лоза ἄμπελος, болг. лоза, сербохорв. ло̀за, словен. lȯza, др. чеш. lоzа, слвц. lоzа, польск. ɫоzа – то же. Возм., родственно лит. lazdà палка, орешник , лтш. lagzda орешник , др. прусск. lахdе – то же, алб. laithi орешник …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • κορυνώδης — κορυνώδης, ῶδες (Α) 1. όμοιος με κορύνη, κορυνοειδής 2. (κατά τον Ησύχ.) «κορυνῶδες ὀζῶδες». [ΕΤΥΜΟΛ. < κορύνη + κατάλ. ώδης] …   Dictionary of Greek

  • οζώδης — (I) ες (Α ὀζώδης, ῶδες) [όζος (Ι)] 1. (για φυτά) αυτός που έχει όζους, κλάδους 2. (για ξύλο) αυτός που έχει ρόζους, κόμπους νεοελλ. ιατρ. χαρακτηρισμός νόσου κατά την οποία εμφανίζονται όζοι ή οζίδια (α. «οζώδες ερύθημα» β. «οζώδης… …   Dictionary of Greek

  • ολόγινον — ὀλόγινον (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ὀζῶδες, συμπεφυκώς» …   Dictionary of Greek

  • ευρωποειδείς — Ομάδα πληθυσμών που έχουν κοινό το χρώμα του δέρματος, το οποίο αρχίζει από το λευκό και φτάνει στο σκούρο μελαχρινό. Ανήκουν σε αυτήν οι πληθυσμοί της Ευρώπης, της Αφρικής στα βόρεια της Σαχάρας, της νοτιοδυτικής Ασίας (Άραβες, Πέρσες κλπ.), της …   Dictionary of Greek

  • loĝ- —     loĝ     English meaning: rod, twig     Deutsche Übersetzung: “Rute, Gerte”?     Material: Gk. ὀ λόγινον ὀζῶδες, συμπεφυκός Hes., κατά λογον τ(ην) μύρτον Hes. (probably as “densis hastilibus horrida myrtus” Verg. Aen. III 23, formation gleich …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”